ἀνακρίνεται

ἀνακρίνεται
ἀνακρί̱νεται , ἀνακρίνω
examine closely
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἀνακρί̱νεται , ἀνακρίνω
examine closely
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”